ἀναγνωστικός

ἀναγνωστικός
ἀναγνωστικός
capable of reading
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναγνωστικός — ή, ό (Α ἀναγνωστικός, ή, όν) [ἀνάγνωσις] 1. ο σχετικός με την ανάγνωση 2. αυτός που αγαπά την ανάγνωση, ο φιλαναγνώστης νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αναγνωστικό α) βιβλίο που χρησιμοποιείται στην κατώτερη εκπαίδευση για άσκηση στην ανάγνωση β)… …   Dictionary of Greek

  • αναγνωστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ανάγνωση ή την αγαπά: Το αναγνωστικό κοινό του καλού βιβλίου στην Ελλάδα είναι περιορισμένο. 2. το ουδ. ως ουσ., το αναγνωστικό το αναγνωσματάριο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναγνωστικόν — ἀναγνωστικός capable of reading masc acc sg ἀναγνωστικός capable of reading neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγνωστικοί — ἀναγνωστικός capable of reading masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγνωστικοῦ — ἀναγνωστικός capable of reading masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγνωστική — ἀναγνωστικός capable of reading fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγνωστικῷ — ἀναγνωστικός capable of reading masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγνωστικό — το βλ. αναγνωστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. τού αρχ. επιθ. ἀναγνωστικός*, σε χρήση ουσιαστικού, κατά παράλειψη τού ουσ. βιβλίο] …   Dictionary of Greek

  • ανάγνωση — Ικανότητα, που αποκτάται με διδασκαλία, χάρη στην οποία αναγνωρίζονται και κατανοούνται οι λέξεις ενός κειμένου, γραμμένου ή τυπωμένου. Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι διδασκαλίας της α. Σήμερα, η επεξεργασία των μεθόδων αυτών γίνεται σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • αναγνωσματάριο — και άρι, το το αναγνωστικό* (βλ. αναγνωστικός). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγνωσμα. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον φιλόλογο Ιωάννη Βενθύλο το 1851] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”